συναρμολογεῖ

συναρμολογεῖ
συναρμολογέομαι
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
συναρμολογέομαι
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
συναρμολογέω
compagino
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
συναρμολογέω
compagino
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επισυνθετικός — ἐπισυνθετικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που συναρμόζει, που συναρμολογεί 2. οπαδός τής επισυνθετικής ιατρικής σχολής 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπισυνθετική εκλεκτική ιατρική σχολή …   Dictionary of Greek

  • μηχανοδέτης — μηχανοδέτης, ὁ (Α) τεχνίτης ο οποίος συναρμολογεί μηχανές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + δέτης (< δέω «δένω») πρβλ. λαιμο δέτης, μαχαιρο δέτης] …   Dictionary of Greek

  • μονταδόρος — ο συναρμολογητής, τεχνικός που κάνει μοντάζ, που συναρμολογεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοντάζ + κατάλ. δόρος (πρβλ. λουστρα δόρος, τορνα δόρος)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ζακάρ, Ζοζέφ Μαρί — (Joseph Marie Jacquard, Λιόν 1752 – Ουλέν 1834). Γάλλος μηχανικός, εφευρέτης του ομώνυμου υφαντουργικού αργαλειού. Διδάχτηκε την υφαντική τέχνη στο οικογενειακό του περιβάλλον (ο πατέρας του ήταν υφαντουργός) και το 1801 παρουσίασε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”